kurt lanthaler
fanes.textverarbeitende manufactur





Bücher
    Das Delta
    : himmel & hoell
    Napule
    Weisswein und Aspirin
    Offene Rechnungen
    Azzurro
    Heisse Hunde
    Herzsprung
    Grobes Foul

    Der Tote im Fels
   
Diversa

Theater, Oper
Hörspiel, Film
Übersetzungen
Goldfishs Reisen ...

Annotate

italiano
ladin
ελληνικά

    Azzurro. Πέντε ιστορίες

       Το Uranus διέσχιζε ...
       Μου είπανε ...
       Βλέπετε, είπε ...

       Περίμενα τη Ρέμισε ...

       Φίλε μου, είπε ...

dansk
english

Installationen
Bilder

Varia
/ BioBibliographie
Termine



mail
Stand 03.04.2009



Azzurro

Roman. Haymon Verlag, 1998. Diogenes Taschenbuch, 2001
Μετάφραση: Σοφία Γεωργαλλίδη


Τί είναι λοιπόν το κολύμπι; Πάντως όχι Τέχνη. Πνίγεσαι!
(Για την Α. Τ. aπό την Ουρανούπολη)



ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΡΙ ΠΝΙΓΜΟΥ

Uarda lu mari comu si sta confia,
sta rriva la burrasca

Το Uranus διέσχιζε την τρικυμιασμένη θάλασσα με δέκα μποφόρ, ερχόμενο από τα βορειοδυτικά και κατευθυνόμενο δυτικά για την Γροιλανδία όταν έπεσα από το σκάφος.
Μόλις είχα δέσει τα αλιευτικά μηχανήματα. Διαφορετικά, μέσα στα επόμενα λεπτά, θα τα είχαμε χάσει. Ήμουν χαρούμενος που κατάφερα να ξανανεβώ στο κατάστρωμα, όταν ένα πολύ μεγάλο κύμα μ’ έκανε να χάσω την ισορροπία μου.
Έπεσα και αιωρούμενος ακόμα φώναξα ζητώντας βοήθεια. Για πρώτη φορά στη ζωή μου έκανα κάτι τέτοιο, και γι αυτό φώναξα τόσο δυνατά όσο ποτέ, ελπίζοντας ότι θα είχε περισέψει ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι καλής τύχης απ’ αυτό που αναλογεί στον καθένα μας.
Όταν άρχισα πια να χτυπάω τα νερά κι η μαύρη θάλασσα από πάνω μου είχε κλείσει, επήλθε ξαφνικά ηρεμία γύρω μου. Ούτε άνεμος να σφυρίζει, ούτε θεόρατα κύματα να μουγγρίζουν άγρια, ούτε μέταλλα να βογγίζουν, ούτε μηχανή να σκαμπανεβάζει. Ησυχία. Ύστερα ένα σιγανό βουητό μέσα στο κεφάλι μου. Αν, σκέφτηκα, αν δεν υπάρχει κανείς μόλις αναδύσεις, αν δεν υπάρχει σωσίβιο, ή σκοινί, αν δε σε πρόσεξε κανείς, αν δε σε γυρεύει κανείς, τότε να χαίρεσαι που δε μπορούσες ποτέ να κολυμπάς κανονικά. Και μην ξεχνάς τον παλιό ναυτικό κανόνα. Καλύτερα να πνιγείς αμέσως και να βυθισθείς σαν πέτρα, παρά να κριώνεις φρικτά μερικές ώρες αργότερα.
Αλλά δε μπορούσα ούτε και να ξεκολλήσω τόσο εύκολα από τη ζωή. Έτσι λοιπόν άφησα τον εαυτό μου να βγει πάνω, ξεπετάχτηκα από το νερό, ανέπνευσα βήχοντας και άνοιξα τα μάτια. Είδα μπροστά μου το βουνό από νερά και μου ’ρθαν στο νου άλλα βουνά, χρόνια τώρα είχα να τα δω, κι ύστερα νόμισα ότι κάπου ανακάλυψα έναν κόκκινο λεκέ. Κόκκινο, αυτό θα πρέπει να σήμαινε σωτηρία. Ένα σωσσίβιο λέβα. Όμως με μια δεύτερη, τρίτη, τέταρτη ματιά, δε μπόρεσα να διακρίνω τίποτα το κόκκινο, ούτε αριστερά, ούτε μπροστά, πουθενά. Μαύρα τα νερά, γκρίζα η ατμόσφαιρα. Είχα κάνει λάθος. Και πάλι κατάπια νερό. Εκείνη τη στιγμή υψώθηκε μπροστά μου το Uranus και πέρασε κυλώντας.
Και την ώρα που ήθελα να φωνάξω, άκουσα την κραυγή. Δεν ήταν δική μου. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου: Δεν είναι δική σου, δεν ήσουν εσύ, όχι εσύ. Είναι κάποιος άλλος. Μόνο που δεν υπήρχε κανείς. Εξόν από μένα. Και τα νερά. Και τη θάλασσα. Τίποτα παραπάνω. Και πάλι βρέθηκα στη βαθιά κοιλάδα και γύρω τριγύρω μόνον κύματα, πανύψηλη θάλασσα. Ξαναγέμισα το στόμα μου με νερό. Και ...: σκέφτηκα, αντίο.





ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΜΙΑΣ ΓΙΔΑΣ

Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
Και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τί θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
(Κωνσταντίνος Καβάφης)

«Μου είπανε να ρωτήσω για τον Μπενεντέτο. Mi hanno detto di chiedere di Benedetto.»
Ο υπεύθυνος της ρεσεψιόν σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του, έβαλε το χέρι στην τσέπη του υποκαμίσου, έβγαλε τα γυαλιά του, τα φόρεσε ξεφυσώντας και με κοίταξε πάνω από το λεπτό τους σκελετό, στην αρχή ερευνητικά και κατόπιν αμφίβολα.
«Δεν πιστεύω να είσθε ο κατάλληλος», είπε σε άπταιστα γερμανικά.
«Prego ...» είπα.
Αντί να απαντήσει άρχισε να χειρίζεται το πληκτρολόγιο του υπολογιστή.
Σε παρακαλώ, σκέφτηκα, μην πεις όχι. Έξω, στους δρόμους του Μπρίντισι κάνει πολύ ζέστη την ώρα τούτη, ώστε να μπορεί κανείς να σκεφτεί κάπως λογικά. Το μόνο που θέλω είναι να καθήσω σε μια δροσερή γωνιά, σε μια απ’ αυτές τις δερμάτινες πολυθρόνες, μερικές ώρες ίσως, μέχρι το βράδυ, ώσπου να φυσήξει ως εδώ από τη θάλασσα το δροσερό αεράκι.
«Bene», είπε ύστερα ο υπεύθυνος της ρεσεψιόν, φαινόταν να είχε αποφασίσει τί θα απαντούσε, «evvabbene. Che pú fà.»

Και με μια σύντομη κίνηση σήκωσε τους ώμους, λες κι ήθελε να ζητήσει συγγνώμη εκ των προτέρων - αλήθεια από ποιον – γι αυτό που θα έκαμνε αμέσως μετά. Εκείνο το διπλό v, το διπλό b. Είχε μιλήσει ξαφνικά με νοτιοιταλική προφορά. Κι αμέσως άλλαξε πάλι.
«Καθήστε, παρακαλώ, θα πω να φωνάξουν τον Μπενεντέτο. Prego, il Signore.»
Είχε βγάλει πάλι τα γυαλιά του μ’ αυτή τη μεγαλοπρεπή χειρονομία των γκριζομάλληδων Ιταλών, μια χειρονομία που μετέτρεπε όλους, θες μηχανικό, θες χασάπη, θες ταξηθέτη στον κινηματογράφο, τον καθένα απ’ αυτούς, σ’ ένα διάσημο δικηγόρο που ετοιμάζεται ν’ αρχίσει την τελική άρια της αγόρευσής του, il principe del foro che attacca l ultimo argomento della sua arringa. Έπρεπε λοιπόν ν’ ακολουθήσει και κάτι ακόμα. Περίμενα υπομονετικά, ταπεινά.
«Senta, giovanotto ...»
Παρά τα εικοσιτέσσερα χρόνια μου έπρεπε λοιπόν να επιτρέψω να με προσφωνήσουν σαν έφηβο! Τέλος πάντων, αφού θα βοηθούσε να βρω την αλήθεια! Κάθε μια ίνα του σώματός μου πονούσε. Είχα σταθεί προσοχή παρά πάνω απ’ όσο έπρεπε μπρος σ’ αυτό που τελείως ανεύθυνοι άνθρωποι εξυμνούν ως τη ζωή.
«Allora, ακούστε: Στο ξενοδοχείο αυτό έχει διανυκτερεύσει η γίδα του Μαχάτμα Γκάντι, όταν ο Nehru είχε ξεκινήσει με τη συνοδεία του για το Λονδίνο. Θα σας υπομένει και σας. Ελπίζω μόνο να μην είσθε και τόσο πεισματάρης σαν τη γίδα.»
«Lo prometto», είπα «το υπόσχομαι.»
Είχα βρει μια βαθειά, δροσερή, ανοιχτοπράσινη πολυθρόνα στο τέλος της αίθουσας αναμονής του ξενοδοχείου, μπροστά από ένα σιδερένιο, τζαμωτό κάγκελο που περιτριγύριζε μια μικρούλα αυλή, μέσα στην οποία στριμόχνωνταν ψηλές φοινικιές. Το ματ φως που έμπαινε διαπερνώντας τα φύλλα με καθησύχασε. Όλα θα ’μπαιναν στη θέση τους, όλα θα πήγαιναν καλά. Μάλιστα ίσως και να κατάφερνα να δω τον κόσμο χωρίς να χρειάζεται να σκέφτομαι κάποιο αφοδευτήριο. Έπιασα τον εαυτό μου ν’ αρχίζει να το πιστεύει, μόλις δροσίστηκε λίγο το κεφάλι μου.
Ο Μπενεντέτο, για τον οποίο δεν γνώριζα τίποτα εκτός από το όνομά του, αργούσε. Δε με πείραζε όμως καθόλου αυτό όσην ώρα μπορούσα να κάθομαι εδώ.
Το διαφημιστικό φυλλάδιο του ξενοδοχείου θα ’πρεπε να είχε τυπωθεί στο τέλος της δεκαετίας του εξήντα, αν μπορούσε να κρίνει κανείς από τις ιδιόχειρες διορθώσεις των αριθμών τηλεφώνου και τέλεξ. Ματ, κίτρινο χαρτί, στοιχιοθεσία μολύβδου, φωτογραφίες technicolor. Κι έπειτα συνειδητοποίησα: ο υπεύθυνος της ρεσεψιόν δε μου πούλησε εξυπνάδα με την αναφορά του στη γίδα του Μαχάτμα. Το Hotel Internazionale είχε εγκαινιασθεί το 1870 ως Hotel delle Indie Orientali, με πολυτέλειες, μεγαλεία, ιδιωτικό ταχυδρομείο και τηλεγραφείο, καθώς και σιδηροδρομική σύνδεση κι έναν ιδιωτικό όρμο για υπερωκεάνειες διαδρομές μπροστά στο κτίριο του ξενοδοχείου. Το Penisular Express μετέφερε τους ταξιδιώτες σε εικοσιτέσσερις ώρες από το Λονδίνο για το Μπρίντισι, άνθρωποι και ζώα ξεκουράζονταν στο ξενοδοχείο κι έπαιρναν στη συνέχεια ένα πλοίο της Penisular & Oriental Company που κατευθυνόταν για τη Βομβηία και την Καλκούτα μέσω της Διώρυγας του Σουέζ, που είχε ανοίξει ένα χρόνο πρωτύτερα. Εκείνο τον καιρό η αίθουσα αναμονής αυτού του ξενοδοχείου θα πρέπει να τραντάζονταν από ζωή, τώρα είχε επέλθει νεκρώσιμη σιγή.
Ύστερα κάποιος ακούμπησε από πίσω το χέρι του στους ώμους μου.
«Buon giorno, Signore, sono Benedetto.»

Και μου έδειξε προς τη μεριά της σκάλας και μου έγνεψε να τον ακολουθήσω. Σήκωθηκα.






ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟ ΑΝΤΡΑ


Κι οι φωνές απíτα φυλάκια
μαύρες όλη τη νύχτα
(Γιάννης Ρίτσος)


«Βλέπετε», είπε ο ηλικιωμένος άντρας, «πριν λίγες μέρες δέχθηκα ξαφνικά επίσκεψη από έναν παλιό φίλο. Ήταν απ’ τις Σέρρες. Ξέρετε που βρίσκεται;»
«Όχι», απάντησα.
Φάνηκε να θέλει να μου το εξηγήσει πολύ αναλυτικά.
«Οι Σέρρες», είπε, «είναι μια πόλη στη Βόρεια Ελλάδα, στη Μακεδονία, γύρω στα σαράντα χιλιόμετρα απόσταση από τα βουλγαρικά σύνορα. Πριν από πολλά χρόνια έζησα σχεδόν δύο χρόνια εκεί. Αλλά αυτό δεν είναι σημαντικό για την ιστορία μας. Και ήθελα να σας διηγηθώ μια ιστορία. Συγχωρέστε με για την παρεκτροπή μου.»
«Βασικά ήλπισα ότι θα μου δώσετε κάποια εξήγηση», είπα, «κι όχι ότι θα μου διηγηθείτε μια ιστορία.»
«Περιμένετε, νεαρέ», είπε η ηλικιωμένος άντρας και χαμογέλασε, «οι ιστορίες εξηγούν πολύ περισσότερα απ ότι οι εξηγήσεις.»
Γέμισα το ποτήρι μου με νερό.
«Αυτός ο παλιός φίλος λοιπόν με επισκέφθηκε πριν μερικές ημέρες», είπε ο ηλικιωμένος άντρας. «κι εγώ εξεπλάγην αλλά και χάρηκα συνάμα. Είχαμε να ιδωθούμε πάνω από τριάντα χρόνια. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε και κουβεντιάσαμε ώρα πολύ. Το τι είπαμε δεν έχει σημασία, αρκεί να αναφέρω μόνο: δουλειές. Ύστερα, εντωμεταξύ είχαμε παραγγείλει κάτι από κάτω και τρώγαμε και πίναμε, μου διηγήθηκε μια ιστορία. Και ...»
Ο ηλικιωμένος άντρας πήρε στο χέρι του το ποτήρι με το κρασί χαμένος στη θύμιση εκείνης της βραδιάς.
«Και πρέπει να ξέρετε ότι όταν ο άντρας αυτός, ο φίλος μου, διηγείται ιστορίες, είναι όλες αληθινές, κι αυτό συμβαίνει πάντα. Και επίσης τηρεί πάντα ότι λέει. Δύο ολόκληρα χρόνια έζησα μαζί του και αγωνίστηκα εμπιστευόμενος στα λόγια του. Το παραμικρό λάθος θα μας είχε ρίξει στα χέρια των Γερμανών. Κι εκείνοι εκτελούσαν αμέσως τους Έλληνες αντάρτες. Αν όχι και χειρότερα. Λοιπόν, νεαρέ, αυτή εδώ είναι μια αληθινή ιστορία. Και διαδραματίστηκε το περασμένο καλοκαίρι. Ένας νεαρός, ας τον ονομάσουμε Γιώργο, επέστρεφε στο σπίτι του ύστερα από την τρίχρονη στρατιωτική του θητεία. Ήταν με τη μονάδα του στα τούρκικα σύνορα και βρέθηκε σε ανταλλαγή βολής. Και πήγε στα αλβανικά σύνορα και βρέθηκε κι εκεί σε ανταλλαγή βολής. Και επέζησε, κι ούτε μια γκρατζουνιά δεν του ’μεινε στο νεανικό του δέρμα. Τώρα ο Γιώργος ο στρατιώτης είχε απολυθεί απ’ το στρατό και πήγαινε στο σπίτι του. Στη Θεσσαλονίκη πήρε το λεωφορείο για τις Σέρρες, όπου τον περίμεναν οι γονείς του, η αρραβωνιαστικιά του και το συνεργείο αυτοκινήτων του. Ο Γιώργος ο στρατιώτης, λοιπόν, κατέβηκε λίγο έξω απ’ τις Σέρρες κι από ένα δρομάκι μέσα από κάτι χωράφια έφτασε στο σπίτι των γονιών του. Τα κουνούπια, που σ’ αυτή την περιοχή συχνάζουν πολύ λόγω των εργοστασίων ζακχάρεως, τον τσιμπούσαν, όμως ο Γιώργος ο στρατιώτης χαιρόταν που θα μπορούσε να ξαναγκαλιάσει τον πατέρα, τη μητέρα και την αρραβωνιαστικιά του. Εκείνη τη στιγμή ξέφυγε από το ράμφος ενός γερακιού, που πετούσε κυκλικά πάνω από το κεφάλι του Γιώργου, το φίδι που είχε αρπάξει με μια κάθετη βουτιά και μόλις πριν από λίγο πάλευε ακόμα ψηλά στον αέρα μαζί του× τώρα λοιπόν έπεφτε κι όλο έπεφτε πάνω στο Γιώργο τον στρατιώτη, που ύστερα από τρία χρόνια επέστρεφε στον πατέρα, τη μητέρα και την αρραβωνιαστικιά του και χαιρόταν που θα ’ταν πάλι στην αγκαλιά τους× και το φίδι έπεσε πάνω στο Γιώργο και τα δόντια του μπήχτηκαν βαθιά μες στο λαιμό του, κι ο Γιώργος ο στρατιώτης προχώρησε άλλα εκατό μέτρα κι ύστερα έπεσε νεκρός πάνω στο έδαφος, μπροστά στο σπίτι των γονιών του.»
Έξω, πέρασε μπροστά από τα παράθυρα ένα ελικόπτερο.
Κοίταξα πρώτα τη στάχτη των πούρων μου, κατόπιν τον ηλικιωμένο άντρα. Σέρρες, είπε, Σέρρες στη Βόρεια Ελλάδα. Η Ροζαλία, η γυναίκα του πατέρα μου Γιόχαν, η μητέρα μου, ζούσε πριν από το γάμο της σ’ ένα μικρό μέρος πάνω στο βουνό, σ’ ένα από τα οχτώ αγροκτήματα. Σέρες ονομαζόταν το μέρος εκείνο, ένα μικρό, ξεχασμένο χωριουδάκι στο Τρεντίνο, πέρα σε μια απόκρυφη μικρή κοιλάδα. Θυμάμαι τους μικρούς μύλους, που βρίσκονταν στη σειρά, κοντά σ’ ένα στενό ρυάκι που κυλούσε πηδώντας στην κατηφόρα του βουνού κι όπου είχα περάσει πολλές καλοκαιρινές ημέρες των παιδικών μου χρόνων, μέχρι τα γόνατα μες στα νερά, χτίζοντας φράγματα, σκάβοντας αποχετεύσεις μέσα στις οποίες είχα χτίσει εγώ ο ίδιος μικρούς μύλους που γυρνούσαν ένα σφυρί, που χτυπούσαν μια ορειχάλκινη καμπάνα την οποία μου είχε χαρίσει ο παππούς μου. Είχα ψάξει κι είχα βρει στο υλοτομημένο μέρος του δάσους φλοιούς από κορμούς δέντρων που ήταν αρκετά μεγάλοι ώστε να φτιάξω καραβάκια, ώρες ολόκληρες υπομονετικής εργασίας χρειάστηκα, που το επόμενο καλοκαίρι - όταν ο πατέρας μου μου χάρισε ένα σουγιά με τέσσερις λεπίδες – διευκολύνθηκε σημαντικά, έτσι ώστε μέσα στις τετράμηνες καλοκαιρινές διακοπές τις οποίες μας χάριζε το ιταλικό υπουργείο παιδείας να έχω έναν μικρό στόλο που έδινε τις μάχες του στα ύδατα γύρω από τις Σέρες κι αρμένιζε στα άγρια, ρηχά νερά.
Δυο εκατοστά στάχτης έπεσαν από το πουράκι μου πάνω στο περσικό χαλί.
«Αφήστε», είπε ο ηλικιωμένος άντρας, όταν θέλησα να σκύψω, «πείτε μου καλύτερα τί σκεφτόσασταν.»
Δεν ήταν μόνο καλός αφηγητής, ο γέροντας, αλλά και καλός παρατηρητής.
«Παλιές εικόνες ...», είπα, «μου ήρθαν στο νου παλιές εικόνες. Ούτε καν που ήξερα ότι υπάρχουν ακόμα μέσα μου.»
Μάλλον οφείλονταν στο χώρο. Στην ιστορία. Στον ηλικιωμένο άντρα. Που τώρα κάτι του χρωστούσα.
«Γιατί μου διηγηθήκατε την ιστορία αυτή;» ρώτησα.
«Γιατί», αποκρίθηκε ο ηλικιωμένος άντρας, «ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει.» Πρέπει να τον κοίταξα κάπως απορρημένα.
«Μην το παίρνετε προσωπικά, Τσενέτ», είπε.
«Γνωρίζετε και τ’ όνομά μου;»
Έγνεψε καταφατικά και χαμογέλασε συγκρατημένα.
«Γιόχαν Τσενέτ, αυτοαποκαλείσθε Τσόνι, γεννημένος το 1952, αν δεν απατώμαι, πρώην ναυτικός και νταλικιέρης, για την ώρα σε αναζήτηση ...»
Κι έπειτα με κοίταξε στα ίσα με τα μικρά του, εντελώς ξύπνια μάτια μέσα από τις βαθιές ουλές τους.
«... πράγματι», είπε ο ηλικιωμένος άντρας, «τί ακριβώς ψάχεντε;»
«Αν το ήξερα», απάντησα.
«Σκεφτείτε.»
«Κάτι να φάω, κάτι να πιω και κάπου να κοιμηθώ.»

«Βλέπετε», είπε ο ηλικιωμένος άντρας, «από το 1908 ζω σε μια από τις πολλές ακτές της Μεσογείου. Και είχα πολλά διαφορετικά ονόματα: Krassimir, Bashkim, Khaled, ναι και Γιώργος, Cosmo, Demetrio, Agesilao, Francis, Michail Petrowitsch, Nilo. Από το 1911 μένω κατά διαστήματα στο ξενοδοχείο αυτό. Έμενα εδώ όταν ακόμη λεγόταν La Valigia delle Indie. Υπήρχαν καιροί που ήμουν πλούσιος. Υπήρχαν καιροί που οπλοφορούσα. Ήμουν παντρεμένος. Ήμουν αντάρτης. Οδηγούσα αεροπλάνα. Έβγαζα εφημερίδες σε γλώσσες που έπρεπε πρώτα να μάθω. Και είδα πράγματα και καιρούς, κράτη και κυβερνήτες, νεκρούς και νεογέννητα, τον ήλιο και τη σελήνη να έρχονται και να παρέρχονται. Θα σας φαίνεται ίσως σαν την τετριμένη ομιλία ενός ηλικιωμένου αντρός.»
Άρχισα να ανυπομονώ.
«Τί σχέση έχουν όλα αυτά μ’ εμένα;» ρώτησα.
«Αρκετή», απάντησε ο ηλικιωμένος άντρας, «κι ας μην μπορείτε να το διακρίνετε ακόμη.»
«Αυτό δεν οφείλεται σε μένα.»
Ο ηλικιωμένος άντρας έσκυψε, τοποθέτησε το ποτήρι του με το κρασί πάνω στο τραπεζάκι και χαμογέλασε.
«Touchι», είπε. «Χαρήστε μου άλλα δύο λεπτά. Και θα καταλάβετε. Το υπόσχομαι.»
«Δύο», είπα και προσπάθησα να δώσω στη φωνή μου έναν σκληρότερο ήχο απ’ αυτόν που μου επέβαλλε η καρδιά μου.
«Την ακούτε;» ρώτησε ο ηλικιωμένος άντρας, μπορείτε να την ακούσετε;»
«Ν’ ακούσω τί;»
«Τη θάλασσα.»
«Ακούω τα ελικόπτερα», είπα.
Ο ηλικιωμένος άντρας έγνεψε με το κεφάλι και γλύστρησε πάλι πίσω στην πολυθρόνα του.
«Τα ελικόπτερα, μάλιστα», είπε. «Δε μπορείς να κάνεις αλλιώς παρά να τ’ ακούσεις. Τα στέλνουν στον πόλεμο, κάνουν ανιχνευτικές πτήσεις, περιπολούν. Εγώ όμως πίσω απ’ όλα αυτά ακούω τη θάλασσα. Σ’ αυτή τη Μεσόγειο συνέβησαν πολλά τα τελευταία έξι, τα τελευταία ογδόντα χρόνια. Όπως και τις εκατονταετίες και χιλιετίες πρωτύτερα. Εδώ συναντιούνται τρεις ήπειροι. Κι εγώ γι αυτό ζω εδώ πέρα. Για το λόγο αυτό έζησα. Κι ένα πράγμα έμαθα όλα τα χρόνια σ’ αυτήν εδώ τη θάλασσα: Παντού, σ’όλη τη Μεσόγειο, η στάθμη του νερού είναι η ίδια. Και κάθε προστριβή που προκύπτει, μπορεί να παραμερισθεί. Αλγερινοί, Σέρβοι, Έλληνες, Ιταλοί, Τούρκοι, Ισπανοί, Μαροκανοί, Κόρσες, Αλβανοί. Η Μεσόγειος παραμένει η ίδια. Αν βάλω το πόδι μου στο νερό στο Μπρίντισι, ανεβαίνουν τα νερά στη Βλιώρα. Και αντιστρόφως. Τόσο απλό είναι. Κι όπου μπορώ, φροντίζω ώστε η στάθμη του νερού να επανέρχεται στη θέση της. Αυτή τη δουλειά κάνω. Διαμεσολαβώ. Για να το κάνω όμως πρέπει να ξέρω, ποιος έβαλε το πόδι του στο νερό. Κι έτσι έμαθα για σας.»
Ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα.


Η νεαρή γυναίκα είχε καθίσει κοντά μας.
«Ούτε καν συστηθήκαμε» είπα. «Τσενέτ, Τσόνι.»
«Ρέμισε», είπε, κοίταξε το απλωμένο μου χέρι και έγνεψε με το κεφάλι.
«Ρέμισε;»
«Αλβανικό όνομα», είπε ο ηλικιωμένος άντρας.
«Καταλαβαίνω», είπα.
Κι ύστερα ο ηλικιωμένος άντρας μ’ έπιασε να κρυφοκοιτάζω με τις άκρες των ματιών μου τη Ρέμισε που έφτιαχνε τα μαλλιά της.
«Ξέρετε πώς το λένε αυτό οι Έλληνες;» ρώτησε. «Τα μάτια σου παίζουν», είπε στη συνέχεια.
Κι εγώ, που μ’ έπιασαν στα πράσα, χαμήλωσα τα μάτια. Ο ηλικιωμένος άντρας χαμογέλασε. Η Ρέμισε έδειχνε να μην καταλαβαίνει τίποτα απ’ όλα αυτά. Ή δεν πρόδιδε τον εαυτό της.
«Ήρθε εδώ το 1991 μ’ ένα από τα πρώτα καράβια», είπε ο ηλικιωμένος άντρας, «μόνη και πολύ νέα. Την είδα από το παράθυρό μου που κοιμήθηκε στο παγκάκι κάτω στο μόλο. Κι έστειλα το Μπενεντέτο να τη φέρει.»
«Μαζεύετε ανθρώπους από τα παγκάκια», παρατήρησα.
«Η Ρέμισε με βοηθάει σ’ αυτό.»
«Εσείς τη στείλατε να με βρει ...»
Αλληλοκοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν.
Σηκώθηκα.

Γύρισα πάλι προς το παράθυρο και κοίταξα έξω τη θάλασσα.
«Καλή μάνα, πάντρεψέ με, σπιτονοικοκύρεψέ με. Γέρον άντρα μη μου δώκεις, κι ύστερα θα μετανοιώσεις. Να σου δώκω ένα ναυτάκι, ένα νιο παληκαράκι.»
Ο ηλικιωμένος άντρας είχε μιλήσει πάλι ελληνικά και προκάλεσε μ’ αυτό μιαν απρόσμενη αντίδραση της νέας γυναίκας, που μέχρι τώρα καθόταν ήσυχη και προσεκτική. Πήδησε λοιπόν από τη θέση της και προσπάθησε να του κλείσει το στόμα. Γέλασαν κι οι δυο τους.
«Βλέπετε», είπε ο ηλικιωμένος άντρας γελώντας ακόμη, «έτσι είμαστε εμείς.»
«Τί είπατε;» ρώτησα.
«Της μαθαίνω την εποχή αυτή λίγα ελληνικά», αποκρίθηκε ο ηλικιωμένος άντρας, «και σαν άσκηση λέμε πάντα ένα δημοτικό τραγούδι. Κοιτούσατε τη θάλασσα. Αυτό μου θύμισε το τραγούδι.»
«Και τί λέει;» ρώτησα και κάθησα πάλι στην πολυθρόνα μου.
«Το τραγούδι;»ρώτησε εκείνος και κοίταξε τη Ρέμισε. «Να του το πω;»
«No ti prego», αποκρίθηκε εκείνη και κούνησε τόσο άγρια το κεφάλι, που οι μαύρες της μπούκλες πετάχτηκαν στον αέρα.
«Prego»,  είπα, «σας παρακαλώ.»
Η Ρέμισε γέλασε.
«No.»
«Prego.»
«Bene», είπε ύστερα, πήγε κοντά στον ηλικιωμένο άντρα, σταμάτησε δίπλα του κι έβαλε το ένα χέρι της πάνω στους ώμους του.
«Καλά, λοιπόν», είπε ο ηλικιωμένος άντρας, «αφού το θέλετε κι οι δυο σας». Και μας το μετάφρασε.
Η Ρέμισε γέλασε. Γέλασα κι εγώ. Γέλασε κι ο ηλικιωμένος άντρας ευχαριστημένος.
«Τσενέτ», είπε κατόπιν, «θα μου κάνετε μια χάρη; Πηγαίνετε με τη Ρέμισε στην πόλη και αγοράστε τίποτα ρούχα για σας. Γιατί δε μπορείτε να γυρνάτε μια ζωή με τα ίδια. Και μη βιάζεστε. Έχετε χρόνο, χαζέψτε, πάρτε ρεπώ. Πιστεύω ότι η Ρέμισε θα ήθελε να σας συνοδεύσει.
Κοίταξα τη Ρέμισε απέναντί μου. Έγνεψε καταφατικά.
«Andiamo», είπε, «πάμε.»
«Μ’ έπεισες», είπα και σηκώθηκα.




Ιστορία για το τέλος μιας νέας γυναίκας

Οι γυναίκες τσίριζαν όταν ο θάνατος
πέταξε πάνω απ’ τα κεφάλια τους
(Ηλίας Βενέζης)


Περίμενα τη Ρέμισε. Ο ηλικιωμένος άντρας είχε αναφέρει ότι θα περνούσε. Από κείνη τη στιγμή μ’ έπιασε μια ελαφρά αδυναμία αυτοσυγκέντρωσης.
Ο οικοδεσπότης μας είχε παραγγείλει του Μπενεντέτο να μας φέρει linguine alle vongole e corciofi κι ένα μπουκάλι Gravina. Εγώ δεν είχα όρεξη για φαγητό. Μέχρι που δοκίμασα μια πηρουνιά.
«Πρόκειται για το αγαπημένο μου φαγητό αυτή την εποχή του χρόνου», είπε ο ηλικιωμένος άντρας, «ό,τι καλύτερο έχουν να μας προσφέρουν ξηρά και θάλασσα, αχιβάδες και αγγινάρες.»
«Στο δρόμο που ερχόμασταν περάσαμε από τα χωράφια που άστραφταν ασημένια», είπα. «Με το δεξί χέρι μπορούσε κανείς ν’ αγγίξει τα carciofi, και με το αριστερό τη θάλασσα..»
Κι ύστερα άφησα τον ηλικιωμένο άντρα να μου εξηγήσει τη συνταγή:
«Παίρεντε μισό κιλό αχιβάδες, τις πλαίνετε και τις αφήνετε μερικές ώρες σε ελαφρά αλατισμένο, χλιαρό νερό. Τέσσερις μικρές, τρυφερές αγγινάρες, τις οποίες καθαρίζετε από τα εξωτερικά φύλλα, κόβετε τις κορφές τους κι ένα μέρος του κοτσανιού που είναι πολύ σκληρό. Μην κάνετε οικονομία. Ύστερα κόβετε τις αγγινάρες στη μέση, απομακρύνετε, αν υπάρχει, το άχερο και τέλος κόβετε τις αγγινάρες σε λεπτά μακρόστενα κομμάτια και τις βάζετε σε νερό με λεμόνι. Τις βράζετε δύο με τρία λεπτά al dente μέσα σε αλατισμένο νερό που κοχλάζει με λίγο λεμόνι. Τσιγαρίζετε για λίγο σε ελαιόλαδο μια κοπανισμένη σκελίδα σκόρδο και ρίχνετε τις στραγγισμένες αχιβάδες, δυναμώνετε τη φωτιά, σκεπάζετε το τηγάνι, αφήνετε να βράσουν μερικά λεπτά ωσότου ανοίξουν όλα τα μύδια. Βγάζετε με την τρυπητή κουτάλα τις αχιβάδες από το τηγάνι και τις αποφλοιώνεται. Προσεκτικά, χωρίς ν’ ανακατέψετε τον πάτο, χύνετε το ζωμό σε άλλο τηγάνι, προσθέτετε το κρέας των μυδιών και ρίχνετε αλάτι, όχι όμως πιπέρι. Βράζετε τα linguine al dente και τα προθέτετε μαζί με τις αγγινάρες στο τηγάνι με τις αχιβάδες και χαμηλώνοντας τη φωτιά τ’ αφήνετε να τραβήξουν μερικά λεπτά. Σερβίρετε με ψιλοκομμένο μαϊντανό. Αυτό είναι όλο κι όλο.»
«Θα το θυμάμαι», είπα «και θα σας σκέφτομαι όταν δοκιμάσω τη συνταγή.»
«Εμένα;» ρώτησε ο ηλικιωμένος άντρας.
Πάλι με είχε πιάσει. Του κάκου η συνταγή και τα linguine, εμένα η Ρέμισε δε μου ’βγαινε απ’ το νου. Ο ηλικιωμένος άντρας μ’ άφησε μόνο με τις σκέψεις μου και στράφηκε στον Τοτό.
«Ελπίζω το ταξίδι σας να ήταν εντάξει», είπε ο ηλικιωμένος άντρας.
«Όσο περισσότερο πλησιάζαμε στο Νότο τόσο καλύτερο γινόταν», είπε ο Τοτό.
«Κατάγεσθε από τη Απουλία;»
«Εμ, περίπου, είπε ο Τοτό, «μισό και μισό. Μεγάλωσα αλλού. Αλλά είναι καιρός να έρθω εδώ.»
«Νόστος;» ρώτησε ο γέροντας.
Παρατήρησα στον Τοτό μια ελαφριά σύγχυση. Που μπορούσε να προσέξει μόνο κάποιος που τον γνώριζε πολύ καιρό.
«Ναι, βέβαια», αποκρίθηκε κατόπιν ο Τοτό, «νομίζω ότι στην ουσία αυτό ήταν.»
«Τα τελευταία χρόνια συνέβησαν πολλά εδώ», είπε ο ηλικιωμένος άντρας. «Η θάλασσα στένεψε. Esodo e contraesodo. Έξοδος και αντιέξοδος.»
Για να είμαι ειλικρινής δεν είχα καθόλου όρεξη για πολιτικές συζητήσεις.
«Η μεγάλη έξοδος έρχισε το ’92, η ιταλική βιομηχανία, το ιταλικό κεφάλαιο μετατέθηκαν στην Αλβανία. Ακολούθησε η υπόλοιπη Ευρώπη. Τα σλαβικά κράτη, η Τουρκία. Σε σύγκριση μ’ αυτό οι Αλβανοί πρόσφυγες που έφτασαν το 1991 δεν έχουν καμία βαρύτητα. Αυτός είναι και ο λόγος που αποκαλώ αντιέξοδο όλα όσα θα ζήσουμε τους επόμενους μήνες.»
«Ξέρετε μήπως πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή;» ρώτησα. Η υπομονή μου είχε φτάσει στα όριά της.
«Ναι», είπε ο ηλικιωμένος άντρας.
Και τίποτα παραπάνω.
«Θα σας διηγηθώ επ’ αυτού μια ιστορία», είπε στραμμένος στον Τοτό, «μια απ’ τις πολλές ιστορίες που υπάρχουν για τον Ναστρεδίν Χότζα.»
Ήπια και το υπόλοιπο κρασί απ’ το ποτήρι μου.
«Θα ’ρθει», είπε ο ηλικιωμένος άντρας. «Κάνετε λίγη υπομονή ακόμα. Σας παρακαλώ. Ο Ναστρεδίν Χότζας, πρέπει να ξέρετε, είναι περίπου η ελληνική εκδοχή του arlecchino.
Παραδόθηκα. Έγειρα προς τα πίσω κι έκλεισα τα μάτια.
«Λοιπόν», άρχισε ο ηλικιωμένος άντρας, «ο Ναστρεδίν Χότζας ήθελε κάποτε να κάνει στο σπίτι του μια γιορτή. Ήξερε ότι ο γείτονάς του είχε έναν όμορφο δίσκο. Πήγε στον γείτονα και τον παρακάλεσε να του τον δανείσει για μια μέρα ώστε να μπορεί να σερβίρει επίσημα τα φαγητά του. Ο γείτονας του τον δάνεισε. Την επόμενη μέρα ο Ναστρεδίν Χότζας πήγε στον γείτονά του και του είπε: Έχω χαρούμενα νέα για σένα. Ο ασημένιος δίσκος που μου δάνεισες απέκτησε τη νύχτα μικρά. Σου δίνω λοιπόν τη μητέρα και το παιδί. Κι έδωσε στο γείτονα το δίσκο του μαζί μ’ ένα μικρούτσικο, επίσης ασημένιο δισκάκι. Ο γείτονας πήρε και τους δυο δίσκους, έκλεισε την πόρτα κι έσκασε στα γέλια. Και τις επόμενες ημέρες διηγόταν σ’ όλόκληρο το χωριό, πόσο κουτός είναι ο Ναστρεδίν Χότζας. Αρκετές εβδομάδες αργότερα ο Ναστρεδίν Χότζας ξαναχτύπησε την πόρτα του γείτονα και τον παρακάλεσε πάλι να του δανείσει το μεγάλο ασημένιο δίσκο. Ο γείτονας του τον έδωσε ευχαρίστως. Την επόμενη ημέρα περίμενε ανυπόμονα τον Ναστρεδίν Χότζα, ο οποίος δεν ήρθε, αλλά ούτε και την μεθεπόμενη εμφανίστηκε. Τότε ο γείτονας δεν άντεξε άλλο, πήγε στο σπίτι του Ναστρεδίν Χότζα και του χτύπησε την πόρτα. Αγαπητέ φίλε, του είπε ο Ναστρεδίν Χότζας λυπάμαι βαθιά μέσα απ’ την ψυχή μου, έρχεσαι σίγουρα για το δίσκο, το ξέρω, αλλά πρέπει να σου διηγηθώ κάτι το δυσάρεστο. Ο μεγάλος ασημένιος δίσκος που μου δάνεισες πέθανε. Ναστρεδίν Χότζα, είπε ο γείτονας πολύ θυμωμένος, όλοι ξέρουμε ότι τα ’χεις χαμένα. Αλλά, από πότε πεθαίνουν και οι δίσκοι; Κι ο Ναστρεδίν Χότζας αποκρίθηκε: Και γιατί να μην πεθαίνουν; Όταν, φίλε μου, σου είχα πει ότι ο δίσκος απέκτησε παιδιά το πίστεψες. Πες μου, γνωρίζεις κάτι που αποκτά παιδιά και δεν πεθαίνει;»
Γελούσαμε ακόμη όταν  η πόρτα άνοιξε και ... Δεν πίστευα στα μάτια μου.
«Είμαι έτοιμη», είπε.
Γύρισε και βγήκε πάλι έξω.
Ήταν η Ρέμισε; Αυτός ο νέος άνθρωπος με τα κοντά ξυρισμένα μαλλιά, το μαύρο, λίγο φαρδύ κοστούμι, το υποκάμισο, τη γραβάτα! Και το σοβαρό ύφος στο πρόσωπο! Ήταν;
«Είναι ...;», ρώτησα.
«Ναι», απάντησε ο ηλικιωμένος άντρας. «Ίσως θα έπρεπε να σας είχα προετοιμάσει. Αλλά μετά αποφάσισα ότι έτσι είναι καλύτερα.»
«Δεν καταλαβαίνω», είπα.
Δεν μου είχε ρίξει ούτε μια ματιά. Είχε κόψει τις μακριές, μαύρες της μπούκλες. Ήταν τελείως διαφορετική. Και δεν χαμογελούσε πια.
«Θέλετε να σας το εξηγήσω εγώ;», ρώτησε ο ηλικιωμένος άντρας.
Δεν απάντησα.
«Εκείνη με παρακάλεσε να το κάνω», είπε ο ηλικιωμένος άντρας.
«Δε μπορεί να μου το πει η ίδια;»
«Όχι», αποκρίθηκε ο ηλικιωμένος άντρας. «Και σε λίγο θα καταλάβετε γιατί. Αρκεί μόνο να με ακούσετε.»
«Ακούω», είπα.
«Σήμερα τη νύχτα λάβαμε μια δυσάρεστη είδηση, η Ρέμισε κι εγώ. Πέθανε ο πατέρας της προχθές το βράδυ. Όπως φαίνεται, τον βρήκε μια απ’ αυτές τις αλβανικές αδέσποτες σφαίρες που τις στέλνουν στον αέρα και κάποτε επιστρέφουν στη γη.»
Έβαλα λίγο άσπρο κρασί στο ποτήρι μου και πήρα ένα πουράκι.
«Όσο λυπηρό και να ’ναι», συνέχισε ο ηλικιωμένος άντρας, «το γεγονός αυτό δεν είναι ο λόγος της μεταμόρφωσής της, παρά μόνον η προϋπόθεση. Εκτός τούτου πρέπει να ξέρετε ότι η Ρέμισε είναι η μεγαλύτερη ανάμεσα σε τέσσερις αδελφές. Και ότι η οικογένειά της που τώρα μένει στη Rexhepaje κατάγεται από τη Βόρεια Αλβανία και είναι καθολική.»
Όλα καλά κι ωραία, σκέφτηκα, και τι μ’ αυτό;
«Έχετε ακούσει για τις μπάμπελοκ;» ρώτησε ο ηλικιωμένος άντρας.
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι, οι σκέψεις μου ήταν τελείως αλλού.
«Η Ρέμισε με το θάνατο του πατέρα της έγινε μπάμπελοκ. Κι έχει σκοπό να παραμείνει», είπε ο ηλικιωμένος άντρας. «Όλη τη νύχτα το συζητήσαμε. Το θέλει. Κι εγώ δεν πρόκειται να την εμποδίσω.»
Έχασα την υπομονή μου.
«Και τί είναι μια μπάμπελοκ; Για πιο πράγμα μιλάτε τέλος πάντων;»
Ο Τοτό μου έπιασε το χέρι και με τράβηξε πίσω στην πολυθρόνα. Είχα φωνάξει. Τώρα βυθιζόμουνα και πάλι στα μαλακά.
Μισή μέρα και μισή νύχτα είχαμε στη διάθεσή μας. Και δεν είχαμε βιαστεί. Γιατί ξέραμε ότι όλος ο χρόνος του κόσμου ήταν δικός μας. Και τώρα σιγανή και γκρίζα μεγάλωνε η διαίσθηση ότι δεν είχαμε άλλο χρόνο πια. Είδα τα μάτια της από πολύ κοντά, μπροστά μου, μέσα τους άστραφταν το πράσινο, το γαλάζιο και το γκρίζο. Ιδιαίτερα όταν γελούσε. Είχε γελάσει συχνά τη μισή εκείνη μέρα και τη μισή νύχτα.
«Μπάμπελοκ» είπε ο ηλικιωμένος άντρας, αφού περίμενε λιγάκι να ηρεμήσω, «η μπάμπελοκ είναι σύμφωνα με την παράδοση της φυλής της μια πολύ σημαντική μορφή. Όταν πεθάνει ο πατέρας και δεν υπάρχουν γιοι, αναλαμβάνει η μεγαλύτερη κόρη το ρόλο του πατέρα. Η μπάμπελοκ ντύνεται άντρας, δουλεύει σαν τους άντρες, πίνει σαν τους άντρες, μένει παρθένα κι έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός άντρα και αρχηγού οικογενείας. Είναι ο άντρας της οικογένειας. Και τη σέβονται. Αυτό είναι μπάμπελοκ. Από τη σημερινή νύχτα είναι κι η Ρέμισε μια μπάμπελοκ.»
Άκουσα και κατάλαβα. Αλλά δεν κατανόησα.
«Το ’κανε ευχάριστα;» ρώτησα.
«Δεν είναι κάτι που την απασχολεί αυτή τη στιγμή», αποκρίθηκε ο ηλικιωμένος άντρας. «Είναι μπάμπελοκ. Παίρνει πολύ σοβαρά το παλιό αυτό έθιμο. Κι η οικογένειά της την περιμένει.»
«Πότε;», ρώτησα.
«Σήμερα το βράδι», είπε ο ηλικιωμένος άντρας. «Κάτι φίλοι μού προμήθευσαν μια βάρκα. Σήμερα τη νύχτα θα πάει στη Βλιώρα και θα επιστρέψει.
«Μα είναι επικίνδυνο», είπα.
«Το ξέρουμε», αποκρίθηκε ο ηλικιωμένος άντρας, «αλλά τα ετοιμάσαμε όλα όσο μπορούσαμε καλύτερα. Θα ’ταν όμως πολύ καλά αν τη συνόδευε κάποιος, απλώς για την προστασία της.»
«Θα συμφωνούσατε, αν εγώ ...»
«Ήταν δική της επιθυμία», είπε ο ηλικιωμένος άντρας.
«Θα το κάνω», είπα.
«Μα δεν ξέρεις κολύμπι», είπε ο Τοτό.
«Κανείς ναυτικός δεν ξέρει να κολυμπάει», είπα.
«Θα την περιμένουν στη Βλιώρα», είπε ο ηλικιωμένος άντρας, «η διαδρομή για τη Rexhepaje είναι ακίνδυνη.»
«Θα πάω», είπα.
«Θα την περιμένουν σ’ ένα σπίτι, σ’ ένα μικρό δρομάκι πίσω από το Hotel Sqipetari που ήδη γνωρίζετε», είπε ο ηλικιωμένος άντρας. «Μπροστά στο σπίτι θα βρίσκεται ένα άρμα μάχης. Το πλοιάριο θα ξεκινήσει στις δύο η ώρα. Πριν χαράξει θα έχετε φθάσει στη Βλιώρα.»
«Εντάξει», είπα.
«Δύο παρά πέντε θα είσαστε στον όρμο του λιμανιού απ’ όπου ξεκινάει το φέρυ-μποτ, Τσενέτ», είπε ο ηλικιωμένος άντρας, «η Ρέμισε θα είναι ήδη εκεί. Η βάρκα θα πλευρίσει πολύ σύντομα για να επιβιβασθείτε.»
Πολύ καλά, Τσενέτ, σκέφτηκα. Θα πας λοιπόν τώρα στο δωμάτιό σου και θα ξαπλώσεις λιγάκι. Ύστερα θα συνοδεύσεις μια μπάμπελοκ που θα περάσει στην απέναντι ακτή και δε θα την κοιτάξεις καθόλου στα γκριζοπράσινα μάτια της.
Μετά σηκώθηκα, το ίδιο έκανε κι ο Τοτό. Ξαφνικά ένιωθε μια κούραση στα κόκκαλά μου που με πονούσε.
«Καλώς», είπα, «μπορείτε να φροντίσετε να με ξυπνήσουν;»
«Βεβαίως», είπε ο ηλικιωμένος άντρας. «Ο φίλος σας μπορεί να κοιμηθεί στο δωμάτιο δίπλα στο δικό σας. Και είναι, αν το θέλετε κι οι δυο σας, φιλοξενούμενος, όπως κι εσείς, και όσο θέλετε.»
«Θα δούμε», είπα. Τώρα που το ’φερε η κουβέντα: πώς λέμε καλή τύχη στα αλβανικά;»
«Shume fat», είπε ο ηλικιωμένος άντρας. «Και κάτι ακόμη. Πρέπει να σας πω πολλούς χαιρετισμούς από τον capitano. Το ναυτικό σας σακκίδιο βρίσκεται στο δωμάτιό σας.»





Ιστορία για το τέλος μιας ιστορίας

Nella valigia lacrime e amarezze
(sud sound system)

«Φίλε μου», είπε ο Τοτό, «σκέψου το. Θα χαιρόμουν πάρα πολύ.»
Κούνησα το κεφάλι χωρίς να σηκώσω τα μάτια.
«Δε μπορώ να σε σταματήσω;», ρώτησε ο Τοτό.
«Σήμερα όχι», είπα. «Όχι μετά απ’ όσα συνέβησαν. Scusami, λυπάμαι πολύ. Θα πάω στο μεταγωγικό.»

Το ταξίδι για τη Βλιώρα στην Αλβανία είχε διεξαχθεί χωρίς επεισόδεια. Η Ρέμισε καθόταν ήσυχη στη βάρκα με την ανδρική της φορεσιά και την ανδρική σοβαρότητα στο πρόσωπο, κρατιόταν από τις ζώνες και κοιτούσε όλη την ώρα μπροστά. Στη Βλιώρα κατεβήκαμε, ανεβήκαμε την οδό Sadik Zotaj, περάσαμε μπροστά από το Sqipetari, βρήκαμε το άρμα και το σπίτι. Μέσα στο σκοτάδι που περιέβαλε την είσοδο του σπιτιού γύρισε άλλη μια φορά προς τη μεριά μου.
«Shume fat», της είχα πει.
«Καλή τύχη», είχε απαντήσει.
Και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι στο μέτωπο. Ύστερα εξαφανίσθηκε στο σπίτι.

Κοντοστάθηκα λίγο μπροστά στο Hotel Shqiperi. Αλλά μετά μπήκα μέσα. Ρώτησα για τον Μέζενχολ αν και δεν ήμουν σίγουρος ότι πράγματι ήθελα να τον δω. Ο νυχτερινός πορτιέρης όμως μου έδωσε να καταλάβω ότι δε χρειάζεται ν’ αποφασίσω. Ο Μέζενχολ, είπε, βρέθηκε χτες νεκρός, τον πυροβόλησαν. Κι η σφαίρα τον βρήκε από πίσω, όχι από ψηλά.

Ο ηλικιωμένος άντρας μου είχε προσφέρει ένα διαμέρισμα, δίπλα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Το δέχτηκα.
Ήταν καιρός πια να ησυχάσω. Και να βάλω σε τάξη κάποιες σκέψεις. Και πώς αλλιώς να κατορθώσεις κάτι τέτοιο, αν δεν στέκεσαι μπροστά σ’ ένα παράθυρο να ρεμβάζεις το λιμάνι. Και τη Μεσόγειο. Και δίπλα σου το ναυτικό σου σακκίδιο.
Άλλα εκατό μέτρα, άλλα πενήντα.
«Azzurro, quel pomeriggio è troppo azzurro e bello per me», σιγοτραγουδούσα, πιο πολύ από μέσα μου.
Τίποτα δεν ήταν πιο αληθινό και τίποτα πιο ψεύτικο το απόγευμα αυτό. Ο Τοτό που προχωρούσε δίπλα μου πρέπει να μ’ άκουσε. Άρχισε κι αυτός να σιγοτραγουδάει.
«Θα μέινω εδώ δυο, τρεις μήνες», είπε. «Επισκέψεις σε συγγενείς, φαγητό, βόλτες στην παραλία. Ύστερα θα ξανασκεφτώ, αν θέλω να συνεχίσω να είμαι αστυνομικός στο Brenner.»
«Και;», ρώτησα.
«Ελπίζω ναι», είπε ο Τοτό. «Κι ελπίζω επίσης ν’ ακούσω σύντομα νέα σου. Vecchia patacca. Τρελοπαντιέρα.»
«Σου το υπόσχομαι», είπα.
Ο παππούς μου χρησιμοποιούσε ένα καλό τρικ για να με φοβερίσει», είπε ο Τοτό. «Έλεγε στη διάλεκτο του Μπρίντισι: Uarda lu mari comu si sta confia, sta rriva la burrascka.»
«Που σημαίνει;», ρώτησα.
«Δες τη θάλασσα πώς φουσκώνει. Θύελλα προμηνύεται.»

Όταν επιβιβάσθηκα στο μεταγωγικό που θα με πήγαινε στη Θεσσαλονίκη ο ήλιος βρισκόταν χαμηλά πάνω από τη θάλασσα. Η καρδιά του σκορπιού βασίλεψε, είχε πει όταν αποχαιρετιστήκαμε ο ηλικιωμένος άντρας που ακόμα δεν ήξερα το κανονικό του όνομα. Η καρδιά του σκορπιού βασιλεύει στη θάλασσα.




Alle hier veröffentlichten Texte unterliegen dem Urheberrecht.
Sie stehen den Nutzern allein zu persönlichen Zwecken zur Verfügung.
Jede darüberhinausgehende Verwertung bedarf der vorherigen Zustimmung des Autors.
Alle hier nicht ausdrücklich eingeräumten Rechte bleiben vorbehalten.
© Copyright der Texte: Haymon Verlag, Kurt Lanthaler und Sophia Georgallidis.
Gewerblicher Gebrauch nur nach Anfrage beim Autor und mit Genehmigung des Verlages
 



 

cover

cover







Azzurro
ελληνικὴ μετάφραση


Textprobe